- σκλάβωμα
- [склавома] ουσ. о. порабощение, пленение,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκλάβωμα — το υποδούλωση: Προτίμησαν το θάνατο παρά το σκλάβωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλάβωμα — το, Ν [σκλαβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκλαβώνω, σκλαβιά, αιχμαλωσία, υποδούλωση … Dictionary of Greek
υποδούλωση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποδουλώνω, στέρηση τής ελευθερίας και τής ανεξαρτησίας κάποιου με την υπαγωγή του στην κυριαρχία άλλου, καθυπόταξη, σκλάβωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποδούλωσις, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
υποδούλωση — η 1. η καθυπόταξη, η υπαγωγή στην κυριαρχία άλλου, η απώλεια της ελευθερίας ή ανεξαρτησίας, το σκλάβωμα: Η υποδούλωση των Ελλήνων στους Τούρκους. 2. μτφ., το να γίνει κανείς υποχείριος σε κάτι ή σε κάποιον: Η υποδούλωσή του στη χαρτοπαιξία είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)